σπαθουλόσπορα

σπαθουλόσπορα
τα, Ν
(μυκητ.) γένος ασκομυκήτων, μοναδικό τής τάξης σπαθουλοσπορώδη.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • σπαθουλοσπορώδη — τα, Ν [σπαθουλόσπορα] (μυκητ.) τάξη ασκομυκήτων που περιγράφηκε για πρώτη φορά το 1973 και περιλαμβάνει μόνο το γένος σπαθουλόσπορα με 5 είδη μυκήτων που παρασιτούν σε θαλάσσια ροδοφύκη και έχουν μέχρι σήμερα ανακαλυφθεί μόνο στο νότιο ημισφαίριο …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”